καταγωνισμός

καταγωνισμός
καταγωνισμός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταγωνισμός — καταγωνισμός, ὁ (Α) [καταγωνίζομαι] η καταγώνισις* …   Dictionary of Greek

  • καταγωνισμόν — καταγωνισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”